μυττωτός

μυττωτός
μυττωτός και μυσωτός, ιων. τ. μυσσωτός, ὁ (Α)
χυλώδες έδεσμα που παρασκευαζόταν κυρίως από σκόρδα, ελιές, τυρί, μέλι κ.ά., ανάμικτα και κοπανισμένα, είδος σκορδαλιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μετονοματικό παρ. αβέβαιης ετυμολ., που εμφανίζει επίθημα, -ωτός (πρβλ. θυσαν-ωτός, καρυ-ωτός). Το διπλό -ττ- παραμένει ανερμήνευτο. Δεν αποκλείεται σύνδεση τής λ. με το μῦμα «είδος φαγητού»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μυττωτός — savoury dish of cheese masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυττωτοῦ — μυττωτός savoury dish of cheese masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυττωτούς — μυττωτός savoury dish of cheese masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυττωτῷ — μυττωτός savoury dish of cheese masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυττωτόν — μυττωτός savoury dish of cheese masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυσσ<ωτ>ότριβον — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀλετρίβανον». [ΕΤΥΜΟΛ. < μυττωτός (μυσσωτός*) + τρίβω] …   Dictionary of Greek

  • μυσωτός — μυσωτός, ὁ (Α) βλ. μυττωτός …   Dictionary of Greek

  • μυττωτεύω — (Α) [μυττωτός] κόβω σε πολύ μικρά κομμάτια, λειανίζω …   Dictionary of Greek

  • μυττωτοδοχείο — το το επιτραπέζιο δοχείο τής μουστάρδας, μουσταρδιέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυττωτός + δοχείο] …   Dictionary of Greek

  • μύμα — μῡμα, ατος, τὸ (Α) 1. είδος εδέσματος από ψιλοκομμένο κρέας ανάμικτο με αίμα, τυρί, μέλι, ξίδι και αρωματικά φυτά 2. (κατά τον Ησύχ.) «θριδάκων τρῑμμα καὶ ὑπόχυμά τι». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. θυμίζει το μυττωτός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”